τρυφοκαλάσιρις

τρυφοκαλάσιρις
-ίριδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) μαλακό και πολυτελές γυναικείο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + καλάσιρις «μικρός λινός χιτώνας τών Αιγυπτίων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”